- τοξοβόλος
- -ο /τοξοβόλος, -ον, ΝΜΑαυτός που βάλλει με τόξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σφαιρο-βόλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξοβόλος — α, ο αυτός που ρίχνει βέλη με το τόξο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοξοβόλον — τοξοβόλος shooting with the bow masc/fem acc sg τοξοβόλος shooting with the bow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοβόλα — τοξοβόλος shooting with the bow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοβόλοι — τοξοβόλος shooting with the bow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοβόλου — τοξοβόλος shooting with the bow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοβόλους — τοξοβόλος shooting with the bow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοβόλων — τοξοβόλος shooting with the bow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τοξοβέλεμνος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) τοξοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + βέλεμνον «βέλος»] … Dictionary of Greek
δικτυβόλος — και δικτυοβόλος, ο (Α) ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + βόλος < βάλλω (πρβλ. τοξοβόλος, υδροβόλος)] … Dictionary of Greek
τοξοβολία — η, ΝΜΑ [τοξοβόλος] 1. η βολή με τόξο 2. (αθλ.) αγώνισμα που εκτελείται με ειδικής κατασκευής σύγχρονα τόξα και που έχει εισαχθεί και στους ολυμπιακούς αγώνες … Dictionary of Greek